Το σχολικό έτος 2015-16 στο Γυμνάσιο Ιωλκού υλοποιήθηκε ένα πρόγραμμα Αγωγής Υγείας με τίτλο “Νοιάζομαι…”
Κάποια δείγματα της δουλειάς μας.
Νοιάζομαι
Φοβάμαι μαμά…
Μαμά, κουράστηκα. Πόση ώρα ακόμα θα περπατάμε; Πάνε πέντε μέρες τώρα και δεν έχουμε φτάσει ακόμα. Όλο φτάνουμε μου λες και να κάνω υπομονή, μα τα πόδια μου δε με κρατάνε άλλο. Γιατί αφήσαμε το σπίτι μας μαμά; Φύγαμε χαράματα κι ούτε τα παιχνίδια μου δεν πρόλαβα να μαζέψω. Έπρεπε μου λες κι όλο αποφεύγεις να με κοιτάξεις στα μάτια. Κι ο μπαμπάς; Αυτός γιατί δεν ήρθε μαζί μας; Δεν μας αγαπάει πια; Τι είναι αυτό μαμά; Δάκρυ είναι; Τα μάτια σου είναι κατακόκκινα και βράχηκαν τα μάγουλά σου. Τώρα κλαίς, το βλέπω καθαρά. Ακούω τους λυγμούς σου όσο κι αν προσπαθείς να τους κρύψει. Μίλα μου, μαμά, πες μου τι έχεις. Μήπως κουράστηκες; Θες να κρατήσω εγώ την Αγισά; Είναι βρέφος και δεν μπορεί ακόμα να σταθεί στα πόδια της. Πρέπει να βοηθάμε αυτούς που έχουν ανάγκη, έτσι μου ‘μαθες.
Επιτέλους φτάσαμε. Α!! Κοίτα, μαμά , μια βάρκα σαν αυτή που έχει ο μπαμπάς και πηγαίνουμε όλοι μαζί για ψάρεμα. Θα ψαρέψουμε μαμά; Μπορεί, λες, αλλά μόνο αν είμαι καλό παιδί και κάτσω ήσυχα στη βάρκα. Θα κάνω ότι μου πεις, αρκεί να ‘ρθει κι ο μπαμπάς μαζί. Θα έρθει μετά; Πότε μετά; Α! Ώστε θα έρθει να μας βρει στην απέναντι όχθη! Πάλι καλά, γιατί είχα αρχίσει να ανησυχώ. Μαμά, τι νερά είναι αυτά μέσα στη βάρκα; Τώρα το νερό έφτασε στους αστραγάλους μου κι όλο αυξάνεται. Μου δίνεις βιαστικά ένα σωσίβιο και βάζεις κι ένα στην Αγισά. Λες να κολυμπήσω όσο καλύτερα ξέρω, θα γίνουν αγώνες. Ήμουν πρώτος στο κολύμπι θυμάσαι;
Είμαστε στο νερό δύο ώρες τώρα. Κολυμπάω, όπως μου είπες αλλά δεν νοιώθω πια τα χέρια και τα πόδια μου από την παγωνιά. Κρυώνω. Κρυώνω πολύ, μαμά. Δεν αντέχω άλλο. Εξάντληση, πείνα και κρύο έχουν βάλει στόχο να μας εξοντώσουν. Τι θα κάνουμε;
Μαμά, θαύμα ,κοίτα! Μια βάρκα! Μια βάρκα έρχεται προς το μέρος μας. Σωθήκαμε, μαμά, σωθήκαμε! Δύο άντρες πετάνε ένα σκοινί. Κολυμπάω με όση δύναμη μου απέμεινε για να το πιάσω. Τα κατάφερα, μαμά, δες! Με ανεβάζουν πάνω μαζί με την Αγισά. Ανεβάζουν και σένα μετά. Έχουμε και ζεστές κουβέρτες τώρα και νερό και μια φέτα ψωμί. Σαν βασιλιά νοιώθω, μαμά! Έρχεσαι και κάθεσαι δίπλα μας. Να, πάρε την Αγισά στην αγκαλιά σου. Την παίρνεις στα χέρια σου και χαϊδεύεις το παγωμένο κορμάκι της. Της τρίβεις χέρια και πόδια για να τη ζεστάνεις. Εκείνη ανοίγει τα μεγάλα μαύρα μάτια της και σε κοιτάει. Σε κοιτάει μ’ ένα παράπονο σα να κατάλαβε.
Πάρε με και μένα στην αγκαλιά σου, μαμά. Κράτα με σφιχτά και πες μου ένα παραμύθι. Όμως να ‘ναι απ’ αυτά με το «ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα». Δε θέλω άλλο πόνο κι άλλη δυστυχία, μαμά. Αρκετή βλέπω γύρω μου. Κοίτα εκείνη την κυρία, μαμά. Κλαίει και οδύρεται. Κραυγές απεγνωσμένες και σπαρακτικές βγαίνουν από το στόμα της. Κρατάει δύο ξεψυχισμένα σωματάκια στην αγκαλιά της. Τα φιλάει, τα χαϊδεύει, τα νανουρίζει. «Παντοδύναμε Αλλάχ, φέρτα πίσω στη ζωή και πάρε τη δική μου». Μουρμουράει κάτι προσευχές κι όλο τον ουρανό κοιτάει.
Σφίξε με, μαμά, όσο πιο πολύ μπορείς. Κλείσε μου τα μάτια, δε θέλω πια να βλέπω. Κλείσε μου και τα αυτιά, ούτε να ακούω θέλω. Όλα καλά θα πάνε, με καθησυχάζεις. Θέλω να σε πιστέψω, μαμά, όμως δεν μπορώ. Πιο πολύ γιατί βλέπω πως ούτε εσύ μπορείς.
Φοβάμαι μαμά. Φοβάμαι πολύ.
Υποσχέσου μου πως δε θα με αφήσεις ποτέ.
Το έχω ανάγκη.
Κείμενο της μαθήτριας Μ. Γ. της Γ’ τάξης